- μήνιγγα
- η (Α μῆνιγξ, -ιγγος)καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα —χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελόνεοελλ.στον πληθ. οι μήνιγγεςονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγιααρχ.1. το τύμπανο τού αφτιού2. ο αφρός τού γάλατος3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὑφιστάμενον τοῑς οἰνηροῑς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῡ ἀνθεῑν».[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. σάλπ-ιγξ, σύρ-ιγξ). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *me(m)s-n- «κρέας» (πρβλ. μηρός) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «κρέας» (πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa-, mās, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso). Για την εξέλιξη από τη σημ. «κρέας» στη σημ. «εσωτερικό μέρος τού δέρματος» πρβλ. σλοβεν. mezdra, ρωσ. myazdra «ενδότερο τμήμα του δέρματος» και το λατ. membrāna «υμένας, λεπτό δέρμα» (< λατ. membrum «μέλος τού σώματος»).ΠΑΡ. μηνίγγι(ον)νεοελλ.μηνιγγικός, μηνιγγισμός, μηνιγγιτικός, μηνιγγίτιδα.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μηνιγγότρωτος, μηνιγγοφύλαξνεοελλ.μηνιγγαιμορραγία, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, μηνιγγοκήλη, μηνιγγόκοκκος, μηνιγγομυελίτιδα, μηνιγγοτροπισμός, μηνιγγότυφος].
Dictionary of Greek. 2013.